ολόδροσος

ολόδροσος
-η, -ο
πολύ δροσερός, γεμάτος δροσιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο)-* + δρόσος (πρβλ. πολύ-δροσος). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Π. Ραφτόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ολόδροσος — η, ο ο δροσερός, ο γεμάτος δροσιά: Πίστη έχεις... όταν προσμένεις τους καρπούς ολόδροσους και καταπράσινα τα φύλλα (Δροσίνης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δροσερός — ή και ά, ό (AM δροσερός, ά, όν) 1. γεμάτος δροσιά, ολόδροσος («δροσεραί πηγαί») 2. νωπός, φρέσκος («δροσερά λάχανα») 3. τρυφερός, μαλακός («δροσερόν στόμα») νεοελλ. Ι. αυτός που μοιάζει σαν να σκορπίζει δροσιά («δροσερό γέλιο») II. το θηλ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

  • πάνδροσος — I Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Κέκροπα, αδελφή της Έρσης και της Αγραύλου και μητέρα του Κήρυκα από τον Ερμή. Το δυτικό μέρος του Ερεχθείου ονομαζόταν Πανδρόσιον, γιατί εκεί η Π. λατρευόταν μαζί με τη θεά Αθηνά. II Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”